μυοπάρων

μυοπάρων
ο (Α μυοπάρων, -ωνος)
νεοελλ.
ναυτ. τύπος δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου τού παλαιού ναυτικού με πρωραίο πέτασμα που μοιάζει με το πέτασμα τού πάρωνα, αλλά χωρίς σταυρωτή κεραία στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, σκούνα
αρχ.
είδος ελαφρού πειρατικού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + πάρων «δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυοπαρώνων — μυοπάρων light pirate boat masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοπάρωνα — μυοπάρων light pirate boat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοπάρωνας — μυοπάρων light pirate boat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοπάρωνες — μυοπάρων light pirate boat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοπάρωνος — μυοπάρων light pirate boat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοπάρωσι — μυοπάρων light pirate boat masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυαίον — μυαῑον, τὸ (Α) μυοπάρων, ευκίνητο πειρατικό πλοίο …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”