- μυοπάρων
- ο (Α μυοπάρων, -ωνος)νεοελλ.ναυτ. τύπος δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου τού παλαιού ναυτικού με πρωραίο πέτασμα που μοιάζει με το πέτασμα τού πάρωνα, αλλά χωρίς σταυρωτή κεραία στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, σκούνααρχ.είδος ελαφρού πειρατικού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + πάρων «δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο»].
Dictionary of Greek. 2013.